-
1 επικαλυμμα
1) анат. перепонка, клапан Arst.2) анат. крышка, щиток3) перен. покров, пелена, завеса(πολλῶν κακῶν Men.; ἐ. ἔχειν τῆς κακίας τέν ἐλευθερίαν NT.)
См. также в других словарях:
ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα … Dictionary of Greek